Μαρτυρία και ιστορία

Σάμης Ταμπώχ: Arbeit Macht Frei XI {1994), κολάζ και ακρυλικό σε καμβά

Η μαρτυρία και ο μάρτυρας είναι πλέον τόσο άρρηκτα συνδεδεμένοι με το Ολοκαύτωμα, ώστε η μνήμη της γενοκτονίας των Εβραίων να αποκτά παραδειγματικό ρόλο στην ανάδυση των εννοιών της μαρτυρίας και του επιζώντα, και στην πραγμάτευσή τους σε ποικίλα επιστημονικά πεδία.

Η μαρτυρία ως ιστορική πηγή, ως μνημονική πράξη, ως πολιτική και πολιτισμική παρέμβαση, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της ιστορικής μελέτης, καθώς μάλιστα η περίοδος της «έκρηξης της μαρτυρίας», τη δεκαετία του 1980, συνδέθηκε με τον εκδημοκρατισμό της ιστορίας και τον πολλαπλασιασμό των ιστορικών υποκειμένων. Άλλωστε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα υποκείμενα διεκδικούν την είσοδό τους στην ιστορική αφήγηση και προβληματοποιούν την ιστοριογραφία. Η δίκη του Άιχμαν αποτέλεσε σταθμό σε αυτήν την πορεία, καθώς απέδωσε στον επιζώντα νομικό στάτους και νομιμοποίησε τη μαρτυρία του ως πηγή για τη γενοκτονία. Επιπλέον, η δίκη συνέβαλε στην δημιουργία της κοινωνικής ταυτότητας, αυτή του επιζώντα, και μέσα από τις ατομικές μαρτυρίες ανέδειξε μια συλλογική ιστορία. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι επιζώντες δεν αναγνωρίζονταν ως ξεχωριστή και συνεκτική ομάδα. Οι σύνδεσμοι των επιζώντων ήταν εσωστρεφείς, απευθύνονταν δηλαδή αποκλειστικά σε αυτούς που είχαν βιώσει κοινές εμπειρίες. Η δίκη του Άιχμαν έστρεψε το δημόσιο ενδιαφέρον από τους θύτες στα θύματα. Ενώ η δίκη της Νυρεμβέργης εστίασε τη νομική διαδικασία στους μηχανισμούς που γέννησαν τον πόλεμο και στην τιμωρία των ενόχων, η δίκη του Άιχμαν κλήθηκε να εκπληρώσει έναν ευρύτερο παιδαγωγικό ρόλο που ξεπερνούσε το σκοπό για τον οποίο ορίστηκε το δικαστήριο. Καταθέτοντας τη μαρτυρία τους οι επιζώντες ενσωμάτωναν τη μνήμη, ενώ συγχρόνως δήλωναν τη συνέχιση του παρελθόντος στο παρόν (Wieviorka 2006: 291).

Μολονότι η εξόντωση στα στρατόπεδα τεκμηριωνόταν επαρκώς από τις γραπτές πηγές, μονάχα οι προφορικές μαρτυρίες των επιζώντων μπορούσαν να αποδώσουν την πολυπλοκότητα της τραυματικής εμπειρίας και ανταποκρίνονταν στην επιθυμία για μια ιστορία του Ολοκαυτώματος που δεν ταυτίζεται με την ιστορία των θυτών και επομένως δεν αναπαράγει τις δικές τους εννοιολογικές κατηγορίες και την δική τους οπτική. Η μαρτυρία χρησιμοποιήθηκε λοιπόν ως πηγή για την συνολικότερη θεώρηση των γεγονότων και για την κατανόηση της συγκρότησης των ταυτοτήτων ή ως μέσο για την μελέτη του τραύματος και της οδύνης (Browing 2003: 37).

Ασφαλώς είναι πιθανό οι μαρτυρίες να αντιφάσκουν, να περιέχουν ανακρίβειες, κάποιες φορές οι μάρτυρες εκφέρουν λανθασμένες κρίσεις. Τα ίδια ισχύουν άλλωστε με κάθε λογής τεκμήριο. Τα «λάθη» δεν ακυρώνουν τη μαρτυρία στο σύνολό της. Εξάλλου, οι μαρτυρίες δεν περιέχουν μια ενιαία αφήγηση: Διαφορετικοί πρωταγωνιστές βλέπουν και θυμούνται το ίδιο γεγονός με τρόπο διαφορετικό, ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκονταν και τον ρόλο που διαδραμάτισαν στο γεγονός. Αυτή η πολυφωνία μπορεί να είναι αποκαλυπτική για τον ιστορικό. Διαφορετικές είναι μεταξύ τους η προοπτική του αντάρτη, του εκτοπισμένου, του κρυμμένου, του ενήλικα, του παιδιού, του άνδρα, της γυναίκας, του διανοούμενου, του φτωχού… Ο ιστορικός καλείται να αναδείξει αυτές τι διαστάσεις, να τις εξηγήσει, να λάβει υπόψη παραμέτρους τοπικότητας και χρονικότητας, γιατί χωρίς αυτές οι ιστορίες των υποκειμένων ακυρώνονται σε ανιστορικά ερμηνευτικά μοντέλα.

Η αντίσταση στην προσπάθεια εξάλειψης της μαρτυρίας των εβραίων θυμάτων της ναζιστικής γενοκτονίας είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του Ολοκαυτώματος, καθώς τα ίδια τα θύματα αγωνιούσαν ποιος θα μεταφέρει τη μαρτυρία, ποιος θα γράψει την ιστορία της περιόδου. Ο Πρίμο Λέβι αναφέρεται στη γνώση των κρατουμένων για την πρόθεση των ναζί να εξαλείψουν οποιοδήποτε ίχνος της γενοκτονίας, στην κοινή μοίρα των θυτών και των θυμάτων να είναι φορείς της σιωπής:

Οποιοδήποτε τέλος και εάν έχει αυτός ο πόλεμος, τον πόλεμο εναντίον σας τον έχουμε κερδίσει εμείς· κανείς από σας δεν θα μείνει για να μεταφέρει τη μαρτυρία, αλλά ακόμη και εάν κάποιος σωθεί κανείς δεν θα τον πιστέψει. Ίσως υπάρξουν υποψίες, συζητήσεις, έρευνες ιστορικών, αλλά καμιά βεβαιότητα, γιατί μαζί με εσάς θα καταστρέψουμε και τις αποδείξεις. Και στις περίπτωση ακόμη που κάποιες αποδείξεις θα σώζονταν και κάποιος από σας θα επιζούσε, ο κόσμος θα πει πως τα γεγονότα που διηγείστε είναι υπερβολικά τερατώδη για να γίνουν πιστευτά: θα πουν ότι πρόκειται για υπερβολές της συμμαχικής προπαγάνδας, και θα πιστέψουν εμάς που θα αρνηθούμε τα πάντα και όχι εσάς. Την ιστορία των Λάγκερ θα την υπαγορεύσουμε εμείς. (Λέβι 2000: 11).

Οι πρώτες μαρτυρίες, από την περίοδο της ανόδου του ναζισμού, της Κατοχής, των γκέτο και της εξαφάνισής τους, είναι γραπτές μαρτυρίες, ημερολόγια, επιστολές κλπ. αυτών που πολλές φορές δεν επέζησαν, στοιχεία που αξιοποιεί στην πρόσφατη σύνθεσή του ο Saul Friedlander (1997 και 2008).

Πολυάριθμες μαρτυρίες οι οποίες δημοσιεύονται αμέσως μετά τον πόλεμο, έχουν καταγγελτικό χαρακτήρα αλλά διαπερνώνται επίσης από την επιθυμία καταγραφής όλων των πρόσφατων τότε γεγονότων και δηλώνουν το συναίσθημα των επιζώντων των στρατοπέδων ότι «επέζησαν για να μεταφέρουν τη μαρτυρία». Στις επόμενες δεκαετίες, οι μαρτυρίες απομακρύνονται από τα γεγονότα και τις χρονολογίες και εκφράζουν πιο έντονα την ανάγκη των επιζώντων να αναμετρηθούν με την τραυματική εμπειρία τους αλλά και την επιθυμία τους να καταγραφούν οι αναμνήσεις τους για τις μελλοντικές γενιές. Παράλληλα εξελίσσονται και επηρεάζονται από τις πολιτικές συνθήκες αλλά και από την εισβολή των μαζικών μέσων ενημέρωσης και από την τέχνη, τόσο η επιθυμία όσο και η άρνηση να ακουστούν οι μαρτυρίες αυτές. Εν τέλει, οι εποχές άρνησης ή έμμεσης αποσιώπησης των μαρτυριών, οι στιγμές κατά τις οποίες ξετυλίγονται ελεύθερα ή ακόμη προκαλούνται, διαμορφώνουν τη μορφή των αφηγήσεων και πιθανόν και τη δομή της μνήμης.

Όταν οι μεταπολεμικές μαρτυρίες (γραπτές ή προφορικές) διεκδίκησαν μια θέση στην ιστοριογραφία του Ολοκαυτώματος ήρθαν στην επιφάνεια ζητήματα και διχοτομίες που αφορούν τη μνήμη και την ιστορία, τη διάκριση μεταξύ μαρτυρίας και ιστορικής πηγής, καθώς και τον χαρακτήρα της ίδιας της ιστοριογραφίας. Η μνήμη έχει συνδεθεί με την αυθεντικότητα, με την υποκειμενικότητα και την ζωντάνια. Η ιστορία με την αντικειμενικότητα και την ψυχρή ανασύνθεση του παρελθόντος. Η μαρτυρία θεωρήθηκε υποκειμενική και συναισθηματική, ενώ η γραπτή πηγή είχε συνδεθεί με την αμερόληπτη και αντικειμενική καταγραφή. Από την άλλη πλευρά, η μαρτυρία εκλαμβάνεται συχνά ως υποκατάστατο της ιστορίας. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Claude Lanzmann τις μαρτυρίες στο έργο του Shoah θεωρήθηκε από θεωρητικούς της λογοτεχνίας και ψυχαναλυτές παραδειγματικός ως προς τη δύναμη της μαρτυρίας να φέρνει την αλήθεια μπροστά μας. Η Shoshana Felman αναφέρεται στο τραγούδι ως παραστασιακό γεγονός που μας «μιλάει πέρα από τις λέξεις και πέρα από τη μελωδία του», για να υποστηρίξει ότι ο μάρτυρας δεν μπορεί να είναι μάρτυρας της Shoah, αλλά μαρτυρεί την καταστροφή της μαρτυρίας· το μέσα, ακόμα και για αυτούς που βρίσκονταν μέσα, ήταν ασύλληπτο και ακατανόητο, ενώ παράλληλα ήταν αναγκασμένοι να είναι φορείς ενός τρομακτικού μυστικού (Felman 1992). Το τραγούδι, ως θραύσμα της πραγματικότητας και στο σταυροδρόμι μεταξύ τέχνης και ιστορίας, θεωρείται ότι μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα, να καταστήσει δυνατή τη μαρτυρία - κάτι που αδυνατεί να κάνει η ιστορία. H αποκλειστική, όμως, ταύτιση της μαρτυρίας με την τραυματική μνήμη και μια περιοριστική εννοιολόγηση της επιτέλεσης στις προηγούμενες θεωρητικές προσεγγίσεις εμποδίζει την ανάλυση και την κατανόηση πλευρών της μνήμης που φωτίζουν το παρελθόν και την πολλαπλότητα των εμπειριών των επιζώντων (La Capra 1998: 95-138). Επιπλέον, η προσέγγιση της μαρτυρίας ως φορέα της αλήθειας αναιρεί τη μαρτυρία ως αφήγηση, την αφηγηματική της διάσταση (Spiegel 2002: 157). Αν όμως δεχθούμε ότι η μαρτυρία αποτελεί αφηγηματοποίηση της παρελθούσας εμπειρίας από τη μνήμη, τότε η ίδια η αφήγηση μπορεί να προσφερθεί ως αντικείμενο διερεύνησης για τον ιστορικό.

Οι μετασχηματισμοί της μορφής του μάρτυρα από τις απαρχές των ναζιστικών διώξεων ως σήμερα εξετάζονται σε συνάρτηση με την ακρόαση και το ρόλο αυτού/ής που παίρνει τη συνέντευξη, με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα και τις νοηματοδοτήσεις του Ολοκαυτώματος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, καθώς και με τη διαδικασία συγκρότησης του αρχείου των μαρτυριών.

Κοντολογίς, στα τελευταία τριάντα χρόνια, η συζήτηση για τη μαρτυρία της Shoah δεν περιορίστηκε στην ιστορία αλλά επεκτάθηκε στα πεδία της ψυχανάλυσης, της λογοτεχνίας, και της φιλοσοφίας, επαναφέροντας ζητήματα αυθεντικότητας, υποκειμενικότητας, αναπαράστασης, αφήγησης και τραύματος, αντίστοιχα με εκείνα που έθετε η έννοια της μνήμης. Η μαρτυρία αντιμετωπίστηκε ως ένα νέο ιδίωμα που άλλαξε το λεξιλόγιο της ανάμνησης, Η κεντρική θέση της μαρτυρίας στους πολιτισμικούς λόγους της μνήμης ανέδειξε την αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα αλλά και το ανέφικτο του να μεταφερθεί πλήρως η μαρτυρία του τραυματικού παρελθόντος.

Καθώς αποσαφηνίζεται ολοένα και περισσότερο η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητά της, η μαρτυρία αποκαλύπτει και τον σύνθετο χαρακτήρα της ως ιστορικής πηγής. Ακόμη κι αν οι μαρτυρίες δεν αλλάζουν ριζικά τη «στατιστική» εικόνα που έχουμε για τα γεγονότα της εποχής του πολέμου, μας δίνουν την προοπτική της κατά μέτωπο συνάντησης ανάμεσα σε θύτες και θύματα κατά τη διάρκεια των διωγμών, των εκτοπίσεων και των φόνων. Διακόπτουν την γραμμική αφήγηση, εισάγουν εναλλακτικές ερμηνείες και θέτουν υπό αμφισβήτηση συμπεράσματα, χωρίς να εξημερώνουν την αμφιβολία.

Στο τελευταίο του βιβλίο ο Sigfried Kracauer (1969) γράφει ότι όπως ο εξόριστος έτσι και ο ιστορικός ζει ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Αναζητεί την εξοικείωση και την αποστασιοποίηση ταυτόχρονα. Η τέχνη του συνίσταται στο να ελαχιστοποιεί τα μειονεκτήματα που προκύπτουν από την απόσταση και να αντλεί όσο το δυνατό περισσότερα επιστημολογικά πλεονεκτήματα από αυτήν. Οι μαρτυρίες για τα χρόνια του πολέμου -σήμερα- ίσως να αποτελούν οδηγό και για τα δυο.

Η επικέντρωση των πρόσφατων ερευνών στις μη λεκτικές πλευρές της μαρτυρίας, στη σιωπή, στη σωματική μνήμη και στις βουβές στιγμές της συνέντευξης οι οποίες είναι γεμάτες συναισθήματα που εκφράζονται σωματικά, φαίνεται να μεταβάλλονται σε μια οθόνη όπου προβάλλονται διαφορετικά νοήματα από τους ακροατές. Ο «βουβός μάρτυρας», η σιωπή ως επιλογή ή ανάγκη και όχι ως λήθη, διεκδικούν και αυτές μερίδιο στην «αληθινή» ή στην «πλήρη» μαρτυρία της Shoah. Το ιστορικό αρχείο των μαρτυριών περιλαμβάνει όλες τις αφηγήσεις των επιζώντων και όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν.

Αναφορές