Οι Εβραίοι της Ελλάδας. Ένα χρονικό
- Αρχαιότητα και πρώιμοι νεώτεροι χρόνοι
- Νεότερη Ελλάδα και ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία
- Ο Μεσοπόλεμος
- Το Ολοκαύτωμα
- Μετά τον πόλεμο
- Βιβλιογραφία
Αρχαιότητα και πρώιμοι νεώτεροι χρόνοι
Επάνω: Μενορά από τη συναγωγή στην αρχαία Αθήνα |
Με απαρχές στην αρχαιότητα, ο ελληνικός εβραϊσμός συγκροτήθηκε ιστορικά μέσα από διαδοχικά κύματα μετανάστευσης, τα οποία και καθόρισαν την πολυσχιδή φυσιογνωμία του. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο μικρές ομάδες Εβραίων της Παλαιστίνης εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα λιμάνια του Αιγαίου και στην ενδοχώρα της νότιας Βαλκανικής. Υιοθέτησαν τα ελληνικά, εντάχθηκαν ομαλά στις τοπικές κοινωνίες και μετασχηματίσθηκαν σε μιαν ιδιαίτερη εθνογλωσσική υποομάδα, τους Ρωμανιώτες Εβραίους. Η επικράτηση του Χριστιανισμού και η μετάβαση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μετέβαλε τη θέση τους καθώς σε αντίθεση με τη μεσαιωνική Δύση δεν μαρτυρούνται μαζικές βίαιες διώξεις.
Τον 16ο αιώνα η άφιξη των σεφαραδιτών Εβραίων προσδιόρισε εκ νέου τα δημογραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εβραϊσμού. Διωγμένοι από την Ιβηρική Χερσόνησο λόγω των πολιτικών εκχριστιανισμού των ισπανών και Πορτογάλων «καθολικών βασιλέων», οι Εβραίοι εκμεταλλεύθηκαν τις οικονομικές ευκαιρίες, τη θρησκευτική ανεκτικότητα και τα κίνητρα εγκατάστασης που πρόσφεραν οι σουλτάνοι και μετανάστευσαν μαζικά στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, όπου 20.000 σεφαραδίτες μετέτρεψαν την ερημωμένη πόλη σε μια εβραϊκή μητρόπολη, κυριάρχησαν πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτισμικά απορροφώντας ή περιθωριοποιώντας τις υπάρχουσες ρωμανιώτικες κοινότητες. Ο 16ος αιώνας αποτέλεσε τη χρυσή εποχή τους. Χάρη στην τεχνογνωσία και στα ευρύτατα εμπορικά τους δίκτυα αναδείχθηκαν σε οργανικό στοιχείο μιας ακμάζουσας οθωμανικής οικονομίας· χάρη στους καινοτόμους θεσσαλονικείς ραβίνους συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανανέωση των βιβλικών σπουδών· και τέλος, χάρη στα πρωτοπόρα τυπογραφεία τους διέχυσαν τη νέα, επιστημονική γνώση στην Οθωμανική Ανατολή.
Έκτοτε, η θέση τους κλονίστηκε. Τον 17ο αιώνα η ανακάλυψη νέων εμπορικών οδών αποδυνάμωσε τα δίκτυά τους, ενώ η οικονομική διείσδυση των ευρωπαϊκών κρατών ενίσχυσε τους χριστιανούς οθωμανούς ανταγωνιστές τους. Ταυτόχρονα, το κίνημα του ψευδο-μεσσία Σαμπετάι Σεβή δίχασε τις εβραϊκές κοινότητες προτού καταλήξει το 1666 στη μεταστροφή του ίδιου και των οπαδών του στο Ισλάμ και στη δημιουργία μιας νέας εθνοθρησκευτικής ομάδας, των Ντονμέ. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση των Εβραίων του ελλαδικού χώρου παρέμεινε στάσιμη καθόλο τον 18ο αιώνα, έστω και αν η εγκατάσταση εύπορων ιταλών εβραίων εμπόρων, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, απέτρεψε τελικά την πλήρη απομόνωσή τους από τη Δύση.
Νεότερη Ελλάδα και ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία
Όμως στη συνέχεια οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν. Τον 19ο αιώνα η έλευση της νεωτερικότητας, του εθνικισμού και του καπιταλισμού στα οθωμανικά Βαλκάνια ανέτρεψε όλες τις συντεταγμένες της ζωής των εβραίων κατοίκων τους. Το 1821 η Ελληνική Επανάσταση διέσπασε την εβραϊκή οθωμανική οικουμένη. Στις επαναστατημένες περιοχές ο θρησκευτικός αντισημιτισμός των ελληνορθόδοξων πληθυσμών, η ταύτιση των Εβραίων με τους οθωμανούς κυρίαρχους, η αμφιθυμία επιφανών εκπροσώπων του νεοελληνικού διαφωτισμού για τη θέση τους στο υπό συγκρότηση ελληνικό έθνος, και, κυρίως, η συγκυρία του πολέμου όξυναν τις ελληνοεβραϊκές σχέσεις και οδήγησαν στις μαζικές σφαγές των σημαντικών εβραϊκών κοινοτήτων της Τρίπολης και της Πάτρας. Οι Εβραίοι θα είναι σε μεγάλο βαθμό απόντες από το νέο, ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Πληθυσμιακά καταρχάς, καθώς ο αριθμός τους συρρικνώθηκε δραματικά από τις διώξεις και τις μεταναστεύσεις. Θεσμικά κατά δεύτερον, αφού η μικρή και ετερόκλιτη ομάδα των Ευρωπαίων Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην αναπτυσσόμενη Αθήνα στερείτο μέχρι το 1894 οργανωμένης και αναγνωρισμένης κοινότητας. Και ιδεολογικά κατά τρίτον, μιας και ο ελληνοχριστιανισμός αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Αν και με δικαίωμα ψήφου, οι Εβραίοι ήταν συμβολικά αποκλεισμένοι από το ελληνικό πολιτικό σώμα. Η έννοια του «Έλληνα Εβραίου» συνιστούσε ένα λεκτικό παράδοξο και οι ίδιοι οι εβραίοι κάτοικοι του ελληνικού κράτους κοινωνικά παρίες –ενίοτε δε και αντικείμενο βίαιων διώξεων. Το 1847 ο εβραίος ξένος υπήκοος Δον Πατσίφικο διαπομπεύθηκε από το αθηναϊκό πλήθος και το 1891, με αφορμή μια συκοφαντία αίματος, οι Εβραίοι της Κέρκυρας υπέστησαν πολυήμερες επιθέσεις από τους χριστιανούς συμπολίτες τους.
Εβραίοι μέλη Μασωνικής Στοάς
Τις ίδιες δεκαετίες οι εβραϊκές κοινότητες της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης γνώρισαν αντίθετα μια δεύτερη περίοδο ακμής. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, η ενσωμάτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην παγκόσμια οικονομία, η εντεινόμενη δυτικοευρωπαϊκή παρουσία και κυρίως η αναμόρφωση του κοινοτικού εκπαιδευτικού συστήματος (χάρη στη δράση της γαλλοεβραϊκής εκπαιδευτικής οργάνωσης Alliance Israélite Universelle), συνέβαλαν στη δημογραφική ανάκαμψη, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινοτική αναδιοργάνωση και τον πολιτισμικό μετασχηματισμό αρχικά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια και των υπόλοιπων κοινοτήτων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η οικονομική υπεροχή και η δημόσια δράση των θεσσαλονικιών Εβραίων ρύθμιζαν τις διεθνοτικές σχέσεις στην πόλη και της προσέδιδαν ένα έντονα εβραϊκό χρώμα. Την ίδια στιγμή, η ίδια η εβραϊκή ταυτότητα άλλαζε. Αν και τα κατώτερα στρώματα εξακολουθούσαν πάντα να κινούνται στο πατροπαράδοτο σεφαραδίτικο σύμπαν, η γαλλική παιδεία που ενστάλαζε στους νεαρούς Εβραίους το εκτεταμένο σχολικό δίκτυο της Αλιάνς συνέδεσε την εβραϊκότητα με την ευρωπαϊκότητα. Δημιούργησε ένα ευρύ μεσαίο στρώμα που θεωρούσε τον γαλλικό πολιτισμό αναπόσπαστο στοιχείο της εθνοτικής του ταυτότητας. Σε μια εποχή εθνικισμών, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης παρέμεναν Εβραίοι ακριβώς γιατί το πιο δυναμικό στρώμα τους γινόταν όλο και περισσότερο θεσσαλονικείς, όλο και περισσότερο κοσμοπολίτες.
Ο Μεσοπόλεμος
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 και η κατάκτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Θράκης από τα ελληνικά στρατεύματα διέκοψαν βίαια τη διαδικασία αυτή. 100.000 Εβραίοι μαζί με πολλαπλάσιους σλαβομακεδόνες και μουσουλμάνους εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος. Η Ελλάδα, κράτος ως τότε εθνοτικά ομοιογενές, απέκτησε για πρώτη φορά ευμεγέθεις μειονότητες και μαζί έναν συμπαγή εβραϊκό πληθυσμό. Το ζήτημα της ενσωμάτωσής τους τίθετο εκ των πραγμάτων, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη διάψευση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων μιας αυτοκρατορικής Ελλάδας έγινε επιτακτική ανάγκη. Για το ελληνικό κράτος του Μεσοπολέμου, και κυρίως για τη βενιζελική παράταξη, η επεκτατική πολιτική της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ο αναθεωρητισμός της Βουλγαρίας και η αμφισβήτηση στο εσωτερικό από ένα αναδυόμενο κομμουνιστικό κίνημα καθιστούσαν αναγκαία την εμπέδωση της κυριαρχίας του μέσα από την ταχεία αναδιοργάνωση του διοικητικού του μηχανισμού και την επέκταση της εξουσίας του σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Οι πολλαπλές πολιτισμικές (και δυνάμει πολιτικές) εξαρτήσεις μιας «κοσμοπολίτικης» εβραϊκής κοινότητας, όπως εκείνης της Θεσσαλονίκης, καθώς και η έντονη συμμετοχή των κατώτερων στρωμάτων της στο σοσιαλιστικό κίνημα συνιστούσαν επομένως απειλή. Ως εκ τούτου, η πλήρης αφομοίωσή της ήταν ένα αναγκαίο στοίχημα –ένα στοίχημα όμως που δύσκολα θα μπορούσε να κερδηθεί.
Θύματα του εμπρησμού του Κάμπελ προσωρινά στεγαζόμενοι σε σχολείο της Αλιάνς
Τελικά, η διαδικασία της ένταξης αποδείχθηκε επίπονη, τραυματική και ατελής, ειδικά για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Η αποκοπή της πόλης από τη βαλκανική ενδοχώρα και η μετατροπή της σε παραμεθόριο, όπως και η μετάβαση από ένα καθεστώς ελεύθερου εμπορίου σε μια ολοένα και περισσότερο κρατικά προστατευόμενη οικονομία, συνέκλιναν με τις επιπτώσεις της συγκυρίας (τους διαρκείς πολέμους κατά τη δεκαετία του 1910 και την πυρκαγιά του 1917) για να οδηγήσουν στον οικονομικό μαρασμό της πόλης και μαζί των εβραίων επιχειρηματιών της. Ταυτόχρονα, μετά το 1922 η αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων εξυπηρετήθηκε πρωτίστως από πολιτικές εθνοτικής προτίμησης και εθνικής ομογενοποίησης. Οι πολιτικές αυτές δεν ήταν στενά αντιεβραϊκές. Ήταν ευρύτερα αντιμειονοτικές, ενώ στόχευαν στην ενσωμάτωση μάλλον παρά στον αποκλεισμό. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1920 ο εξελληνισμός του κοινοτικού σχολικού συστήματος, η εισαγωγή της υποχρεωτικής αργίας της Κυριακής και η σύσταση ενός ξεχωριστού εκλογικού καταλόγου έφεραν την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης στα πρόθυρα της γκετοποίησης. Σε αυτό συνέβαλαν επίσης οι ενδοκοινοτικές έριδες και οι διεθνοτικές εντάσεις. Το ζήτημα του χειρισμού της ενσωμάτωσης δεν συσπείρωσε την κοινότητα. Αντίθετα, η πρόσδεση του μικρομεσαίου στρώματος στο σιωνισμό και του εργατικού στο σοσιαλισμό ανέτρεψαν την ηγεμονία του ανώτερου στρώματος των αφομοιωτικών και οδήγησαν σε μια μακρόχρονη, σκληρή ενδοκοινοτική αντιπαράθεση, όπου η ταξική αντιπαλότητα ήταν η άλλη όψη της σύγκρουσης διαφορετικών εκδοχών της ενσωμάτωσης. Στον δε χώρο της πόλης, ο οικονομικός ανταγωνισμός των προσφύγων, η άνοδος του αντικομμουνισμού και η διάχυση ενός ακραίου εθνικισμού υποδαύλιζαν και νομιμοποιούσαν έναν ολοένα και πιο απροκάλυπτο αντισημιτισμό, ο οποίος και κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 1931 με τον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού πυροπαθών «Κάμπελ» από τη φασιστική οργάνωση «Εθνική Ένωση Ελλάς». Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό ανεπιθύμητοι στην πόλη «μητέρα του Ισραήλ».
Η Ρόζα Εσκενάζη
Ωστόσο, στο μέσον όλων αυτών των δυσκολιών έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα ψήγματα μιας νέας ελληνοεβραϊκής κουλτούρας. Στο πεδίο των θεσμών, ο νέος νόμος περί εβραϊκών κοινοτήτων του 1920 μετασχημάτισε το περιεχόμενο της εν Ελλάδι εβραϊκότητας προσθέτοντας στην ομολογιακή της διάσταση και αυτή των αστικών δικαιωμάτων. Καθώς «Έλληνας» και «Εβραίος» έπαψαν να θεωρούνται αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες, η έννοια του «Έλληνα Εβραίου» κατέστη ορατή. Ως μια νομική κατηγορία που ενσωμάτωνε όλους τους εβραίους πολίτες της Ελλάδας, συνετέλεσε στην υποχώρηση των κοινοτικών ταυτίσεων προς όφελος μιας νέας, ευρύτερης ταυτότητας, αυτής του «ελληνικού εβραϊσμού». Την ίδια στιγμή, η επιτάχυνση του γλωσσικού εξελληνισμού και η διάχυση ενός μοντέρνου τρόπου ζωής παρήγαγαν νέα πεδία εβραιοχριστιανικής συμβίωσης, ιδίως μεταξύ των νεότερων γενιών. Η συμβίωση αυτή συνοδεύτηκε από μια συστηματικότερη εγκόλπωση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, λόγιου αλλά κυρίως λαϊκού, με γνωστότερα παραδείγματα αυτά του ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά και της ρεμπέτισσας τραγουδίστριας Ρόζας Εσκενάζι. Καθώς οι εντάσεις που χαρακτήριζαν τη δεκαετία του 1920 σταδιακά υποχωρούσαν, ο θεσμικός εκσυγχρονισμός και η πολιτισμική ώσμωση έμοιαζαν ότι θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν στη σφυρηλάτηση μιας ιδιαίτερης ελληνοεβραϊκής κουλτούρας, ίσως δε και μιας πιο ευρύχωρης ελληνικής εθνικής συνείδησης.
Το Ολοκαύτωμα
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος φάνηκε προσωρινά να ενισχύει τις τάσεις αυτές. Εβραίοι της Μακεδονίας, και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης, επάνδρωσαν τα πρώτα συντάγματα που στάλθηκαν στο αλβανικό μέτωπο. Ο δε θάνατος του ρωμανιώτη συνταγματάρχη από την Χαλκίδα Μορδοχαίου Φρεζή ενέταξε και συμβολικά τον ελληνικό εβραϊσμό στο μαχόμενο έθνος. Όμως η γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941 και η συνακόλουθη τριπλή κατοχή της χώρας σήμανε ότι η τύχη του θα εξαρτάτο από τις γενοκτονικές πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος, τις αμφισημίες της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας καθώς και με την ατελή ενσωμάτωση των ίδιων των Εβραίων.
Η συγκέντρωση των Εβραίων στην Πλατεία Ελευθερίας
Η εφαρμογή της «Τελικής Λύσης» ξεκίνησε από τη γερμανική ζώνη κατοχής και πιο συγκεκριμένα από τη Θεσσαλονίκη. Στις 11 Ιουλίου 1942 οι άρρενες Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Ελευθερίας, όπου υπό τις διαταγές γερμανών αξιωματικών και υπό το βλέμμα ελλήνων χωροφυλάκων υποβλήθηκαν σε δημόσιο εξευτελισμό προτού αποσταλούν σε καταναγκαστικά έργα. Τα υψηλά ποσοστά θανάτων από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας ανάγκασαν την κοινότητα να καταβάλει υπέρογκα λύτρα για την απελευθέρωσή τους, μέρος των οποίων ήταν και η παραχώρηση του εβραϊκού νεκροταφείου. Τον Δεκέμβριο του 1942 μια από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης καταστράφηκε ολοσχερώς χάρη στη συνέργεια των γερμανικών αρχών και του Δήμου Θεσσαλονίκης. Η εκτόπιση των ίδιων των θεσσαλονικέων Εβραίων ξεκίνησε τέσσερις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1943, και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Το ίδιο διάστημα εκτοπίστηκαν επίσης όλοι οι Εβραίοι της Μακεδονίας και της Θράκης που υπάγονταν στη γερμανική και τη βουλγαρική διοίκηση. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γλύτωσαν είτε κρυπτόμενοι, είτε εντασσόμενοι στην Αντίσταση, είτε καταφεύγοντας στην ιταλική ζώνη κατοχής.
Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 σήμανε την επέκταση της «Τελικής Λύσης» και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ωστόσο, οι τύχες των εκεί εβραϊκών κοινοτήτων υπήρξαν περισσότερο διαφοροποιημένες. Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων, της Κέρκυρας, της Κρήτης και της Ρόδου αφανίστηκαν• αλλά εκείνοι της Αθήνας, της Θεσσαλίας και της Ζακύνθου διασώθηκαν. Ήταν όμως η εξαίρεση. Το Ολοκαύτωμα αποδεκάτισε τον εβραϊκό πληθυσμό της χώρας με το ποσοστό απωλειών να αγγίζει το 88%, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Το 1940 ζούσαν στην Ελλάδα κοντά 80.000 Εβραίοι. Την επαύριο της απελευθέρωσης μόλις που υπερέβαιναν τις 10.000.
Εβραιόπουλα κρύβονται μεταμφιεσμένα σε ελληνικό χωριό
Η ανθρωπογεωγραφία του Ολοκαυτώματος διαμορφώθηκε από μια πληθώρα παραγόντων. Μεταξύ αυτών, ο βαθμός εξελληνισμού των ίδιων των Εβραίων έπαιξε ίσως τον μικρότερο ρόλο. Οι ελληνόφωνοι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων είχαν την ίδια τύχη με τους ισπανόφωνους Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, κρίσιμες μεταβλητές αποδείχτηκαν το πληθυσμιακό μέγεθος των κοινοτήτων, η χρονική στιγμή της εκτόπισης, ο βαθμός ανάπτυξης των αντιστασιακών οργανώσεων, οι δυνατότητες διαφυγής και η εκμετάλλευση των υπάρχοντων δικτύων (επιχειρηματικών, πολιτικών, ή φιλικών). Αυτές διαπλέχθηκαν με τις ποικίλες στάσεις που επέδειξαν οι τοπικοί φορείς και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, κατακτητές και κατακτημένοι, διώκτες και διωκόμενοι –στάσεις που εκτείνονταν από την ενεργή βοήθεια μέχρι την αδιαφορία και την αγαστή συνεργασία. Τελικά όμως ο σχεδόν ολοκληρωτικός χαμός του ελληνικού εβραϊσμού ήταν προϊόν της σύγκλισης δύο ετεροβαρών παραγόντων. Πρώτα και κύρια, της γενοκτονικής πολιτικής των Γερμανών. Αλλά κατά δεύτερο λόγο, της αντιμετώπισης της εκτόπισης από τους φορείς τους ελληνικού κράτους (και σε έναν βαθμό και από τις αντιστασιακές οργανώσεις) ως μιας γερμανοεβραϊκής υπόθεσης, που αφορούσε μιαν αλλογενή μειονότητα μάλλον παρά ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού έθνους.
Μετά τον πόλεμο
Μετά τον πόλεμο, ο ελληνικός εβραϊσμός συντίθετο πια από επιζώντες -των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των ενταγμένων στην Αντίσταση, εκείνων που είχαν κρυφτεί στην Ελλάδα ή είχαν διαφύγει στην Παλαιστίνη, και όσων είχαν βαπτισθεί χριστιανοί. Ωστόσο, οι διαφορετικές εμπειρίες του πολέμου και του διωγμού λειτούργησαν διαιρετικά. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η αντιπαράθεση μεταξύ όσων είχαν αποφύγει την εκτόπιση και των «ομήρων» των στρατοπέδων υπήρξε έντονη. Οι δε «εκχριστιανισμένοι» τέθηκαν εκτός κοινότητας, όπως άλλωστε και πολλές νεαρές εβραίες. Στιγματισμένες ως βιασθείσες στα στρατόπεδα, σύμβολα του κινδύνου ηθικής κατάπτωσης ενός ολιγάριθμου εβραϊσμού, αναζήτησαν για πρώτη φορά την ασφάλεια αλλού και παντρεύτηκαν είτε χριστιανούς είτε μη Έλληνες Εβραίους.
Εβραίοι αριστεροί εξόριστοι στη Μακρόνησο
Οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις υπερπροσδιορίζονταν από τις δυσχέρειες της αποκατάστασης. Για όλους τους επιζήσαντες η προσαρμογή αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη και για πολλούς αδύνατη. Έπρεπε να ζήσουν σε πόλεις που τις στοίχειωναν οι προπολεμικές μνήμες και να υπερβούν πληθώρα εμποδίων για να τους αποδοθούν οι περιουσίες τους. Επιζήσαντες των στρατοπέδων απελευθερωμένοι από τους Σοβιετικούς και παλιοί εαμίτες αντάρτες βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με το εμφυλιοπολεμικό κράτος. Η παλινόρθωση μιας ελληνορθόδοξης και οξείας, αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης περιέστειλε εκ νέου τα όρια της ελληνικότητας και κατέστησε τους Εβραίους διπλά απόβλητους. Αρκετοί διώχθηκαν για τις αριστερές τους πεποιθήσεις και άλλοι επιστρατεύθηκαν στον Εθνικό Στρατό. Εύλογα, η μετανάστευση πρόβαλε ως ρεαλιστική επιλογή για πολλούς επιζώντες. Στα στρατόπεδα εκτοπισμένων στη Γερμανία και στις αχσαρότ στην Αθήνα το ανώφελο της επιστροφής στην Ελλάδα και οι δυσκολίες της ανασυγκρότησης διαπλέχθηκαν με την έκθεση στη σιωνιστική ιδεολογία και οδήγησαν πολλούς νέους στη μετανάστευση στην Παλαιστίνη –συχνά δε και σε έναν πολύμηνο εγκλεισμό στα αγγλικά στρατόπεδα παράνομων μεταναστών στην Κύπρο. Ένα δεύτερο κύμα έκανε χρήση των διευκολύνσεων που παρείχαν οι ΗΠΑ και εγκατέλειψε τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Σήμερα ζουν στην Ελλάδα περίπου 5.000 Εβραίοι. Όμως πολλαπλάσιοι είναι οι Έλληνες Ρωμανιώτες και Σεφαραδίτες επιζώντες του Ολοκαυτώματος και οι απόγονοί τους στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ. Ο σύγχρονος ελληνικός εβραϊσμός είναι πλέον διασπορικός. Και παραμένει όπως πάντα πληθυντικός και πολυσχιδής, το απότοκο διαδοχικών μεταναστευτικών ρευμάτων και πολλαπλών πολιτισμικών ωσμώσεων.
Επιλογή ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας
Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, Ο Άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, Αθήνα, Θεμέλιο 1998.
Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο. Ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια. Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας. Θεσσαλονίκη 23-24/11/1991, Αθήνα, Γαβριηλίδης 1995.
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ο Ελληνικός Εβραϊσμός. Επιστημονικό Συμπόσιο 3-4 Απριλίου 1998, Αθήνα 1999.
Fleming Katherine, Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων (μετάφραση Νίκος Γάσπαρης), Αθήνα, Οδυσσέας 2009.
Mazower Mark, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, 1430-1950 (μετάφραση Κώστας Κουρεμένος), Αθήνα, Αλεξάνδρεια 2006.
Μαργαρίτης Γιώργος, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας, Αθήνα, Βιβλιόραμα 2005.
Μόλχο Ρένα, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Αθήνα, Θεμέλιο 2001.
Μπενβενίστε Ρίκα (επιμ.), Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην Κατοχή, Θεσσαλονίκη, Βάνιας 1998.
Νεχαμά, Γιοζέφ, Ιστορία των Ισραηλιτών της Σαλονίκης, Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2000.
Pierron Bernard, Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα. Ιστορία των διακοινοτικών σχέσεων από το 1821 ως το 194 (μετάφραση Γιώργος Σαρατσιώτης), Αθήνα, Πόλις 2004.
Σιμπή Ιακώβ & Καρίνα Λάμψα, Η ζωή απ’ την αρχή. Η μετανάστευση των Ελλήνων Εβραίων στην Παλαιστίνη (1945-1948) , Αθήνα, Αλεξάνδρεια 2010.